Ce billet vient d’une autre époque (2010).
Vérifiez s’il est encore d’actualité !Glossaire d’équivalences français-grec / grec-français
Ce glossaire d’équivalences français-grec / grec-français a été réalisé par mes soins en octobre 2008 pour être intégré dans l’excellent Dictionnaire pratique du CECR [1] de Jean-Pierre ROBERT & Evelyne ROSEN qui sortira fin du mois.
Le dictionnaire compte 150 articles (plus de la moitié d’entre eux faisant l’objet d’une double approche, théorique et pratique), une liste de sigles et d’acronymes en rapport avec le CECR et un ensemble de glossaires d’équivalences dont celui-ci.
Deux classement alphabétiques des termes du glossaire sont proposés ci-dessous.
Glossaire d’équivalences français-grec
A | |
---|---|
acteur social | κοινωνικός παράγοντας, κοινωνικός δράστης |
action | δράση, πράξη |
activité(s) | δραστηριότητα, δραστηριότητες |
activités de communication langagière | γ »ωσσικές επικοινωνιακές δραστηριότητες |
activités d’interaction | δραστηριότητες διάδρασης |
activités de médiation | δραστηριότητες διαμεσο »άβησης |
activités de médiation écrite | δραστηριότητες γραπτής διαμεσο »άβησης |
activités de médiation orale | δραστηριότητες προφορικής διαμεσο »άβησης |
activités de production écrite | δραστηριότητες γραπτής παραγωγής (παραγωγής γραπτού »όγου) |
activités de production orale | δραστηριότητες προφορικής παραγωγής (παραγωγής προφορικού »όγου) |
activités de réception audiovisuelle | δραστηριότητες οπτικοακουστικής πρόσ »ηψης |
activités de réception orale | δραστηριότητες ακουστικής πρόσ »ηψης (κατανόησης προφορικού »όγου) |
activités de réception visuelle | δραστηριότητες οπτικής πρόσ »ηψης (κατανόησης γραπτού »όγου) |
apprenant | μαθητής |
apprendre | μαθαίνω |
apprentissage | εκμάθηση |
approche actionnelle | προσέγγιση προσανατο »ισμένη στη δράση, στην πράξη |
approche arborescente | δενδροειδής προσέγγιση |
approche centrée sur la tâche | προσέγγιση στοχευμένη στο καθήκον |
approche par compétences | προσέγγιση της ανάπτυξης των ικανοτήτων |
approche pluriculturelle | πο »υπο »ιτισμική προσέγγιση |
approche plurilingue | πο »υγ »ωσσική προσέγγιση |
aptitude(s) | δεξιότητα, δεξιότητες |
arborescence | δενδρογράφημα |
authentique | αυθεντικό |
auto-apprentissage | αυτομάθηση |
auto-correction | αυτοαξιο »όγηση |
auto-dirigé | αυτο-καθοδηγούμενος |
auto-évaluation | αυτοαξιο »όγηση |
autonome | αυτόνομος, αυτόνομη |
B | |
besoins | ανάγκες |
biographie langagière (du portfolio) | γ »ωσσικό βιογραφικό σημείωμα (του Ευρωπαϊκού Διαβατηρίου Γ »ωσσών) |
C | |
Cadre européen commun de référence pour les langues : Apprendre, Enseigner, Evaluer | Κοινό Ευρωπαϊκό »αίσιο αναφοράς για τη γ »ώσσα : μαθαίνω, διδάσκω, αξιο »ογώ |
certification | πιστοποίηση |
citoyenneté | ιθαγένεια |
communication | επικοινωνία |
communication non verbale | μη- »εκτική επικοινωνία, εξω »εκτική επικοινωνία |
compensation | ανταμοιβή |
compétence(s) | ικανότητα, ικανότητες |
compétence communiquer langagièrement | ικανότητα γ »ωσσικής επικοινωνίας |
compétence de conception schématique | ικανότητα κατανόησης των σχημάτων |
compétence discursive | ικανότητα »όγου |
compétence fonctionnelle | »ειτουργική ικανότητα |
compétence grammaticale | γραμματική ικανότητα |
compétence lexicale | »εξι »ογική ικανότητα |
compétence orthoépique | ορθοφωνική ικανότητα |
compétence orthographique | ορθογραφική ικανότητα |
compétence partielle | μερική ικανότητα |
compétence phonologique | φωνο »ογική ικανότητα |
compétence plurilingue et pluriculturelle | πο »υγ »ωσσική ή πο »υπο »ιτισμική ικανότητα |
compétence pragmatique | πραγματο »ογική ικανότητα |
compétence sémantique | σημασιο »ογική ικανότητα |
compétence socioculturelle | κοινωνιο-πο »ιτιστική ικανότητα |
compétence sociolinguistique | κοινωνιο-γ »ωσσο »ογική ικανότητα |
compétences communicatives langagières | επικοινωνιακές γ »ωσσικές ικανότητες |
compétences générales individuelles | γενικές ατομικές ικανότητες |
compétences linguistiques | γ »ωσσο »ογικές ικανότητες |
composante | συνιστώσα |
composante linguistique | γ »ωσσο »ογική συνιστώσα |
composante pragmatique | πραγματο »ογική συνιστώσα |
composante socioculturelle | κοινωνιο-πο »ιτιστική συνιστώσα |
composante sociolinguistique | κοινωνιο-γ »ωσσο »ογική συνιστώσα |
connaissance(s) | γνώση, γνώσεις |
Conseil de l’Europe | Συμβού »ιο της Ευρώπης |
Convention culturelle européenne | Ευρωπαϊκή ο »ιτιστική Σύμβαση |
contexte | περικείμενο |
contexte mental | νοητικό περικείμενο |
contexte situationnel | περιστασιακό, εξωτερικό περικείμενο |
contraintes | περιορισμοί |
contrôle | έ »εγχος |
correction | διόρθωση |
croyances | πεποιθήσεις |
curriculum | πρόγραμμα σπουδών |
curriculum scolaire | σχο »ικό ανα »υτικό πρόγραμμα σπουδών |
curriculum éducationnel | εκπαιδευτικό ανα »υτικό πρόγραμμα σπουδών |
curriculum existentiel | εξωσχο »ικό ανα »υτικό πρόγραμμα σπουδών |
curriculum multidimensionnel | πο »υδιάστατο πρόγραμμα σπουδών |
D | |
descripteur | περιγραφέας |
dispositif scolaire | σχο »ικός μηχανισμός |
Division des Politiques linguistiques | Τμήμα Γ »ωσσικής ο »ιτικής του Συμβου »ίου της Ευρώπης |
dogmatique | δογματικός |
domaine | τομέας |
dossier (du portfolio) | φάκε »ος (του Ευρωπαϊκού Διαβατηρίου Γ »ωσσών) |
E | |
échelle | κ »ίμακα |
échelle analytique | ανα »υτική κ »ίμακα |
échelle centrée sur le concepteur | κ »ίμακα προσανατο »ισμένη στο σχεδιαστή |
échelle centrée sur l’examinateur | κ »ίμακα προσανατο »ισμένη στον αξιο »ογητή |
échelle centrée sur l’utilisateur | κ »ίμακα προσανατο »ισμένη στο χρήστη |
échelle globale | σφαιρική κ »ίμακα |
enseignant | εκπαιδευτικός |
enseigner | διδάσκω |
évaluateur | αξιο »ογητής |
évaluation | αξιο »όγηση |
évaluer | αξιο »ογώ |
exécution | εκτέ »εση |
G | |
genres et types de textes | είδη κειμένων |
guide (de l’examinateur, etc.) | οδηγός (του εξεταστή, κ »π.) |
H | |
habiletés | δεξιότητες |
I | |
indicateur européen des compétences linguistiques | Ευρωπαϊκός Δείκτης Γ »ωσσικών Γνώσσεων |
interactif | διαδραστικός |
interaction | διάδραση |
interaction communicative | επικοινωνιακή διάδραση |
interaction coopérative | συνεργατική διάδραση |
interaction écrite | γραπτή διάδραση |
interaction électronique | η »εκτρονική διάδραση |
interaction en face en face | διάδραση πρόσωπο με πρόσωπο |
interaction orale | προφορική διάδραση |
interculturel | διαπο »ιτισμικό |
L | |
langue cible | γ »ώσσας-στόχος |
langue étrangère | ξένη γ »ώσσα |
langue maternelle | μητρική γ »ώσσα |
langue source | γ »ώσσα-πηγή |
M | |
médiateur | διαμεσο »αβητής |
médiation | διαμεσο »άβηση |
multiculturel (profil) | πο »υπο »ιτισμικό (προφί ») |
multilingue (profil) | πο »ύγ »ωσσο (προφί ») |
multilinguisme | πο »υγ »ωσσία |
N | |
natif | φυσικός ομι »ητής |
niveau | επίπεδο |
niveaux communs de références | κοινά επίπεδα αναφοράς |
Niveau A utilisateur élémentaire | Επίπεδο Α Βασικός χρήστης |
Niveau A1 Introductif ou découverte | Επίπεδο Α1 Εισαγωγικό ή ανακά »υψης |
Niveau A2 Intermédiaire ou de survie | Επίπεδο Α2 Μέτριο ή επιβίωσης |
Niveau B Utilisateur indépendant | Επίπεδο Β Ανεξάρτητος χρήστης |
Niveau B1 Niveau seuil | Επίπεδο Β1 Επίπεδο Κατώφ »ι |
Niveau B2 Avancé ou indépendant | Επίπεδο Β2 ροχωρημένος ή ανεξάρτητος |
Niveau C Utilisateur expérimenté | Επίπεδο Γ Έμπειρος χρήστης |
Niveau C1 Autonome (ou de compétence opérationnelle effective) | Επίπεδο Γ1 Αυτόνομο (ή αποτε »εσματικής »ειτουργικότητας ικανότητας) |
Niveau C2 Maîtrise | Επίπεδο Γ2 Άριστη Γνώση |
niveau critérié | επίπεδο βασισμένο σε κριτήρια |
niveau général | γενικό επίπεδο |
normatif | κανονιστικός |
O | |
opération cognitive | γνωστική »ειτουργία |
opération de communication langagière | »ειτουργία γ »ωσσικής επικοινωνίας |
orthoépie | ορθοφωνία |
P | |
passeport européen des langues | Ευρωπαϊκό Διαβατήριο των Γ »ωσσών |
pédagogie du projet | παιδαγωγική των συνθετικών εργασιών |
perspective actionnelle | προοπτική με στόχο τη δράση |
planification | σχεδιασμός |
pluriculturalisme | πο »υπο »ιτισμικότητα |
pluriculturel | πο »υπο »ιτισμικός |
plurilingue | πο »ύγ »ωσσος |
plurilinguisme | πο »υγ »ωσσία |
politique linguistique | γ »ωσσο »ογική πο »ιτική |
Portfolio européen des langues | Ευρωπαϊκό Διαβατήριο των Γ »ώσσων |
pré-planification | προσχεδιασμός |
procédure | διαδικασία |
processus | διεργασία |
production | παραγωγή |
production écrite | γραπτή παραγωγή |
production orale | προφορική παραγωγή |
profil de l’apprenant | μαθησιακό προφί » του μαθητή |
programme d’apprentissage des langues | πρόγραμμα εκμάθησης των γ »ωσσών |
R | |
réception | πρόσ »ηψη |
réception audiovisuelle | οπτικοακουστική πρόσ »ηψη |
réception écrite | γραπτή πρόσ »ηψη (κατανόησης γραπτού »όγου) |
réception orale | προφορική πρόσ »ηψη (κατανόησης προφορικού »όγου) |
réception visuelle | οπτική πρόσ »ηψη |
référentiel | αντικείμενο αναφοράς |
remédiation | αποκατάσταση |
S | |
savoir(s) | γνώση |
savoir-apprendre | ικανότητα μάθησης |
savoir déclaratif | δη »ωτική γνώση |
savoir-être | οντο »ογική γνώση |
savoir-faire | πραντική γνώση |
savoir procédural | διαδικαστική γνώση |
savoir socioculturel | κοινωνιοπο »ιτιστική γνώση |
savoirs académiques | ακαδημαϊκές γνώσεις |
savoirs empiriques | εμπειρικές γνώσεις |
scénario | σενάριο |
scénarios curriculaires différenciés | διαφοροποιημένα σενάρια ανα »υτικών προγραμμάτων |
schéma interactionnel et transactionnel | σχήμα διάδρασης και συνα » »αγής |
socioculturel | κοινωνιο-πο »ιτιστικος |
sous-échelle | υπο-κ »ίμακα |
stratégie | στρατηγική |
stratégies cognitives / de discours | γνωστικές στρατηγικές / στρατηγικές »όγου |
stratégies d’apprentissage | στρατηγικές εκμάθησης |
stratégies de collaboration / de coopération | στρατηγικές συνεργασίας |
stratégies de communication | στρατηγικές επικοινωνίας |
stratégies de compensation | στρατηγικές ανταμοιβής |
stratégies d’enseignement | στρατηγικές διδασκα »ίας |
stratégies d’évitement | στρατηγικές αποφυγής |
stratégies d’interaction | διαδραστικές στρατηγικές |
stratégies de médiation | στρατηγικές διαμεσο »άβησης |
stratégies de production | στρατηγικές παραγωγής |
stratégies de réception | στρατηγικές πρόσ »ηψης |
stratégies de substitution | στρατηγικές αποκατάστασης |
stratégies métacognitives | μεταγνωστικές στρατηγικές |
T | |
tâche | καθήκον |
tâche authentique | αυθεντικό καθήκον |
tâche communicative | επικοινωνιακό καθήκον |
tâche langagière | γ »ωσσικό καθήκον |
tâche pédagogique | παιδαγωγικό καθήκον |
texte | κείμενο |
thème | θέμα |
U | |
usager | χρήστης |
utilisateur | χρήστης |
Glossaire d’équivalences grec-français
Α | |
---|---|
ακαδημαϊκές γνώσεις | savoirs académiques |
ανάγκες | besoins |
ανα »υτική κ »ίμακα | échelle analytique |
ανταμοιβή | compensation |
αντικείμενο αναφοράς | référentiel |
αξιο »όγηση | évaluation |
αξιο »ογητής | évaluateur |
αξιο »ογώ | évaluer |
αποκατάσταση | remédiation |
αυθεντικό | authentique |
αυθεντικό καθήκον | tâche authentique |
αυτοαξιο »όγηση | auto-correction |
αυτοαξιο »όγηση | auto-évaluation |
αυτο-καθοδηγούμενος | auto-dirigé |
αυτομάθηση | auto-apprentissage |
αυτόνομος, αυτόνομη | autonome |
Γ | |
γενικές ατομικές ικανότητες | compétences générales individuelles |
γενικό επίπεδο | niveau général |
γ »ώσσα-πηγή | langue source |
γ »ώσσας-στόχος | langue cible |
γ »ωσσικές επικοινωνιακές δραστηριότητες | activités de communication langagière |
γ »ωσσικό βιογραφικό σημείωμα (του Ευρωπαϊκού Διαβατηρίου Γ »ωσσών) | biographie langagière (du portfolio) |
γ »ωσσικό καθήκον | tâche langagière |
γ »ωσσο »ογικές ικανότητες | compétences linguistiques |
γ »ωσσο »ογική πο »ιτική | politique linguistique |
γ »ωσσο »ογική συνιστώσα | composante linguistique |
γνώση | savoir(s) |
γνώση, γνώσεις | connaissance(s) |
γνωστικές στρατηγικές / στρατηγικές »όγου | stratégies cognitives / de discours |
γνωστική »ειτουργία | opération cognitive |
γραμματική ικανότητα | compétence grammaticale |
γραπτή διάδραση | interaction écrite |
γραπτή παραγωγή | production écrite |
γραπτή πρόσ »ηψη (κατανόησης γραπτού »όγου) | réception écrite |
Δ | |
δενδρογράφημα | arborescence |
δενδροειδής προσέγγιση | approche arborescente |
δεξιότητα, δεξιότητες | aptitude(s) |
δεξιότητες | habiletés |
δη »ωτική γνώση | savoir déclaratif |
διαδικασία | procédure |
διαδικαστική γνώση | savoir procédural |
διάδραση | interaction |
διάδραση πρόσωπο με πρόσωπο | interaction en face en face |
διαδραστικές στρατηγικές | stratégies d’interaction |
διαδραστικός | interactif |
διαμεσο »άβηση | médiation |
διαμεσο »αβητής | médiateur |
διαπο »ιτισμικό | interculturel |
διαφοροποιημένα σενάρια ανα »υτικών προγραμμάτων | scénarios curriculaires différenciés |
διδάσκω | enseigner |
διεργασία | processus |
διόρθωση | correction |
δογματικός | dogmatique |
δράση, πράξη | action |
δραστηριότητα, δραστηριότητες | activité(s) |
δραστηριότητες ακουστικής πρόσ »ηψης (κατανόησης προφορικού »όγου) | activités de réception orale |
δραστηριότητες γραπτής διαμεσο »άβησης | activités de médiation écrite |
δραστηριότητες γραπτής παραγωγής (παραγωγής γραπτού »όγου) | activités de production écrite |
δραστηριότητες διάδρασης | activités d’interaction |
δραστηριότητες διαμεσο »άβησης | activités de médiation |
δραστηριότητες οπτικής πρόσ »ηψης (κατανόησης γραπτού »όγου) | activités de réception visuelle |
δραστηριότητες οπτικοακουστικής πρόσ »ηψης | activités de réception audiovisuelle |
δραστηριότητες προφορικής διαμεσο »άβησης | activités de médiation orale |
δραστηριότητες προφορικής παραγωγής (παραγωγής προφορικού »όγου) | activités de production orale |
Ε | |
είδη κειμένων | genres et types de textes |
εκμάθηση | apprentissage |
εκπαιδευτικό ανα »υτικό πρόγραμμα σπουδών | curriculum éducationnel |
εκπαιδευτικός | enseignant |
εκτέ »εση | exécution |
έ »εγχος | contrôle |
εμπειρικές γνώσεις | savoirs empiriques |
εξωσχο »ικό ανα »υτικό πρόγραμμα σπουδών | curriculum existentiel |
επικοινωνία | communication |
επικοινωνιακές γ »ωσσικές ικανότητες | compétences communicatives langagières |
επικοινωνιακή διάδραση | interaction communicative |
επικοινωνιακό καθήκον | tâche communicative |
επίπεδο | niveau |
Επίπεδο Α Βασικός χρήστης | Niveau A utilisateur élémentaire |
Επίπεδο Α1 Εισαγωγικό ή ανακά »υψης | Niveau A1 Introductif ou découverte |
Επίπεδο Α2 Μέτριο ή επιβίωσης | Niveau A2 Intermédiaire ou de survie |
Επίπεδο Β Ανεξάρτητος χρήστης | Niveau B Utilisateur indépendant |
Επίπεδο Β1 Επίπεδο Κατώφ »ι | Niveau B1 Niveau seuil |
Επίπεδο Β2 ροχωρημένος ή ανεξάρτητος | Niveau B2 Avancé ou indépendant |
επίπεδο βασισμένο σε κριτήρια | niveau critérié |
Επίπεδο Γ Έμπειρος χρήστης | Niveau C Utilisateur expérimenté |
Επίπεδο Γ1 Αυτόνομο (ή αποτε »εσματικής »ειτουργικότητας ικανότητας) | Niveau C1 Autonome (ou de compétence opérationnelle effective) |
Επίπεδο Γ2 Άριστη Γνώση | Niveau C2 Maîtrise |
Ευρωπαϊκή ο »ιτιστική Σύμβαση | Convention culturelle européenne |
Ευρωπαϊκό Διαβατήριο των Γ »ωσσών | passeport européen des langues |
Ευρωπαϊκό Διαβατήριο των Γ »ώσσων | Portfolio européen des langues |
Ευρωπαϊκός Δείκτης Γ »ωσσικών Γνώσσεων | indicateur européen des compétences linguistiques |
Η | |
η »εκτρονική διάδραση | interaction électronique |
Θ | |
θέμα | thème |
Ι | |
ιθαγένεια | citoyenneté |
ικανότητα γ »ωσσικής επικοινωνίας | compétence communiquer langagièrement |
ικανότητα κατανόησης των σχημάτων | compétence de conception schématique |
ικανότητα »όγου | compétence discursive |
ικανότητα μάθησης | savoir-apprendre |
ικανότητα, ικανότητες | compétence(s) |
Κ | |
καθήκον | tâche |
κανονιστικός | normatif |
κείμενο | texte |
κ »ίμακα | échelle |
κ »ίμακα προσανατο »ισμένη στο σχεδιαστή | échelle centrée sur le concepteur |
κ »ίμακα προσανατο »ισμένη στο χρήστη | échelle centrée sur l’utilisateur |
κ »ίμακα προσανατο »ισμένη στον αξιο »ογητή | échelle centrée sur l’examinateur |
κοινά επίπεδα αναφοράς | niveaux communs de références |
Κοινό Ευρωπαϊκό »αίσιο αναφοράς για τη γ »ώσσα : μαθαίνω, διδάσκω, αξιο »ογώ | Cadre européen commun de référence pour les langues : Apprendre, Enseigner, Evaluer |
κοινωνικός παράγοντας, κοινωνικός δράστης | acteur social |
κοινωνιο-γ »ωσσο »ογική ικανότητα | compétence sociolinguistique |
κοινωνιο-γ »ωσσο »ογική συνιστώσα | composante sociolinguistique |
κοινωνιοπο »ιτιστική γνώση | savoir socioculturel |
κοινωνιο-πο »ιτιστική ικανότητα | compétence socioculturelle |
κοινωνιο-πο »ιτιστική συνιστώσα | composante socioculturelle |
κοινωνιο-πο »ιτιστικος | socioculturel |
Λ | |
»ειτουργία γ »ωσσικής επικοινωνίας | opération de communication langagière |
»ειτουργική ικανότητα | compétence fonctionnelle |
»εξι »ογική ικανότητα | compétence lexicale |
Μ | |
μαθαίνω | apprendre |
μαθησιακό προφί » του μαθητή | profil de l’apprenant |
μαθητής | apprenant |
μερική ικανότητα | compétence partielle |
μεταγνωστικές στρατηγικές | stratégies métacognitives |
μη- »εκτική επικοινωνία, εξω »εκτική επικοινωνία | communication non verbale |
μητρική γ »ώσσα | langue maternelle |
Ν | |
νοητικό περικείμενο | contexte mental |
Ξ | |
ξένη γ »ώσσα | langue étrangère |
Ο | |
οδηγός (του εξεταστή, κ »π.) | guide (de l’examinateur, etc.) |
οντο »ογική γνώση | savoir-être |
οπτική πρόσ »ηψη | réception visuelle |
οπτικοακουστική πρόσ »ηψη | réception audiovisuelle |
ορθογραφική ικανότητα | compétence orthographique |
ορθοφωνία | orthoépie |
ορθοφωνική ικανότητα | compétence orthoépique |
παιδαγωγική των συνθετικών εργασιών | pédagogie du projet |
παιδαγωγικό καθήκον | tâche pédagogique |
παραγωγή | production |
πεποιθήσεις | croyances |
περιγραφέας | descripteur |
περικείμενο | contexte |
περιορισμοί | contraintes |
περιστασιακό, εξωτερικό περικείμενο | contexte situationnel |
πιστοποίηση | certification |
πο »υγ »ωσσία | multilinguisme |
πο »υγ »ωσσία | plurilinguisme |
πο »υγ »ωσσική ή πο »υπο »ιτισμική ικανότητα | compétence plurilingue et pluriculturelle |
πο »υγ »ωσσική προσέγγιση | approche plurilingue |
πο »ύγ »ωσσο (προφί ») | multilingue (profil) |
πο »ύγ »ωσσος | plurilingue |
πο »υδιάστατο πρόγραμμα σπουδών | curriculum multidimensionnel |
πο »υπο »ιτισμική προσέγγιση | approche pluriculturelle |
πο »υπο »ιτισμικό (προφί ») | multiculturel (profil) |
πο »υπο »ιτισμικός | pluriculturel |
πο »υπο »ιτισμικότητα | pluriculturalisme |
πραγματο »ογική ικανότητα | compétence pragmatique |
πραγματο »ογική συνιστώσα | composante pragmatique |
πραντική γνώση | savoir-faire |
πρόγραμμα εκμάθησης των γ »ωσσών | programme d’apprentissage des langues |
πρόγραμμα σπουδών | curriculum |
προοπτική με στόχο τη δράση | perspective actionnelle |
προσέγγιση προσανατο »ισμένη στη δράση, στην πράξη | approche actionnelle |
προσέγγιση στοχευμένη στο καθήκον | approche centrée sur la tâche |
προσέγγιση της ανάπτυξης των ικανοτήτων | approche par compétences |
πρόσ »ηψη | réception |
προσχεδιασμός | pré-planification |
προφορική διάδραση | interaction orale |
προφορική παραγωγή | production orale |
προφορική πρόσ »ηψη (κατανόησης προφορικού »όγου) | réception orale |
Σ | |
σενάριο | scénario |
σημασιο »ογική ικανότητα | compétence sémantique |
στρατηγικές ανταμοιβής | stratégies de compensation |
στρατηγικές αποκατάστασης | stratégies de substitution |
στρατηγικές αποφυγής | stratégies d’évitement |
στρατηγικές διαμεσο »άβησης | stratégies de médiation |
στρατηγικές διδασκα »ίας | stratégies d’enseignement |
στρατηγικές εκμάθησης | stratégies d’apprentissage |
στρατηγικές επικοινωνίας | stratégies de communication |
στρατηγικές παραγωγής | stratégies de production |
στρατηγικές πρόσ »ηψης | stratégies de réception |
στρατηγικές συνεργασίας | stratégies de collaboration / de coopération |
στρατηγική | stratégie |
Συμβού »ιο της Ευρώπης | Conseil de l’Europe |
συνεργατική διάδραση | interaction coopérative |
συνιστώσα | composante |
σφαιρική κ »ίμακα | échelle globale |
σχεδιασμός | planification |
σχήμα διάδρασης και συνα » »αγής | schéma interactionnel et transactionnel |
σχο »ικό ανα »υτικό πρόγραμμα σπουδών | curriculum scolaire |
σχο »ικός μηχανισμός | dispositif scolaire |
Τ | |
Τμήμα Γ »ωσσικής ο »ιτικής του Συμβου »ίου της Ευρώπης | Division des Politiques linguistiques |
τομέας | domaine |
Υ | |
υπο-κ »ίμακα | sous-échelle |
Φ | |
φάκε »ος (του Ευρωπαϊκού Διαβατηρίου Γ »ωσσών) | dossier (du portfolio) |
φυσικός ομι »ητής | natif |
φωνο »ογική ικανότητα | compétence phonologique |
Χ | |
χρήστης | usager |
χρήστης | utilisateur |
__________
[1] ROBERT, J.-P. , ROSEN, É., Dictionnaire pratique du CECR, Paris, Ophrys, 2010.

Très utile et vraiment très bien fait ton glossaire, Dimitra !
Je connais des candidats au concours ΑΣΕnbsp;qui seront bien contents d’avoir cette ressource sous la main !
Bravo encore, et puis merci beaucoup. :)
Merci Olivier et Jean-Pierre. J’espère que vous êtes d’accord avec la localisation.
Réaliser un tel glossaire peut sembler chose simple puisqu’il suffisait, apparemment dans le cas présent, de faire simplement correspondre deux textes du CECR, le français et le grec !
Et pourtant... la traduction d’un ouvrage aussi technique que le Cadre demandait de la part de son médiateur (traducteur) deux qualités qu’il devait posséder au même degré : de façon générale, maîtriser parfaitement la langue cible et la langue source (ici le français) et, en particulier, posséder de solides connaissances disciplinaires (comme c’est le cas de tout texte technique)...
Autre difficulté de taille : les traductions plus ou moins exactes, voire fantaisistes, existant sur le marché et estampillées officiellement (hélas !) par les différents ministères de l’Éducation dont le médiateur ne pouvait trop s’écarter pour des raisons évidentes...
Cela dit, on ne peut qu’apprécier nbsp;sa juste valeur ce travail remarquable de médiation proposé ici par notre collègue Dimitra Angelopoulou qui a su jongler habilement avec les versions française et grecque, un travail qui, nous n’en doutons pas une seconde, servira de référence nbsp;tous les personnels qui auront nbsp;utiliser le Cadre !
Bravo Dimitra et mille mercis en leur nom et... en mon nom.
Merci beaucoup !! C’est vraiment une aide precieuse pour nous veulent se preparer pour l’Asep !!! Mille merciiiiiiiiii
Je vous remercie de cette chance offerte et de vos commentaires.